- γιουχαΐζω
- και γιουχάρω και γιουχαρίζω [γιούχα]αποδοκιμάζω με φωνές και σφυρίγματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γιουχαΐζω — γιουχαΐζω, γιουχάισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. γιουχάρω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γιουχαΐζω — και γιουχάρω γιουχάισα, γιουχαΐστηκα, γιουχαϊσμένος, αποδοκιμάζω φωνάζοντας «γιούχα»: Γιουχάισαν τον τραγουδιστή γιατί ήταν παράφωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)